μεγαλοστονος

μεγαλοστονος
    μεγαλόστονος
    μεγᾰλό-στονος
    2
    исторгающий отчаянные стоны
    

(πήματα Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεγαλοστονος" в других словарях:

  • μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόστονον — μεγαλόστονος most piteous masc/fem acc sg μεγαλόστονος most piteous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοστόνοισι — μεγαλόστονος most piteous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»